- έννωθρος
- ἔννωθρος, -ον (Α) [νωθρός]αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔννωθροι — ἔννωθρος dazed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)